ΑΡΘΡΑ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Στην ενότητα αυτή περιέχονται άρθρα δημοσιευμένα σε διάφορες ιστοσελίδες


Οι αποφάσεις του ΣτΕ για τον νόμο Κατρούγκαλου


Στις 4 Οκτωβρίου 2019 δημοσιεύτηκαν από την Ολομέλεια του Συμβούλιου της Επικρατείας οι υπ' αρ. 1880-1882, 1889-1890/2019 αποφάσεις, με τις οποίες κρίθηκαν εν συνόλω τα ζητήματα συνταγματικότητας του ν.4387/2016 [νόμος Κατρούγκαλου], βάζοντας έτσι τέλος στην διετή αναμονή χιλιάδων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, που είχαν προσφύγει ενώπιον του.

Υπενθυμίζεται, ότι οι προσφυγές μας αφορούσαν σε όλες σχεδόν τις επιμέρους παραμέτρους του νόμου, ήτοι περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, εισφορές ελευθέρων επαγγελματιών, νέα ποσοστά αναπλήρωσης, πλαφόν στο ύψος των συντάξεων, ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ. Την ίδια στιγμή, η Ολομέλεια κρίνοντας συνολικά επί του θέματος της συνταγματικότητας του νόμου 4387/2016, καθόρισε επί της ουσίας την τύχη χιλιάδων προσφυγών, που εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων αλλά και του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος, αφού η Κυβέρνηση καλείται να νομοθετήσει εκ νέου για διατάξεις εκείνες, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Ας δούμε λοιπόν, τι αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας για κάθε ένα από τα θέματα, που κρίθηκαν. Αναφορικά με τις κύριες συντάξεις, με τα δικόγραφα των προσφυγών μας επικαλούμασταν, ότι ο νόμος 4387/2016, κατά το μέτρο, που προέβη σε επανυπολογισμό όλων των κύριων συντάξεων, στην λογική βασικής και αναλογικής συντάξεως, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού την καταβαλλόμενη στις 31/12/2014 σύνταξη είναι αντισυνταγματικός, αφού ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη του και δεν εφήρμοσε, τις εκδοθείσες από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ' αρ. 2287-2288/2015 αποφάσεις, με τις οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι περικοπές, που επιβλήθηκαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012. Με την υπ' αρ. 1890/2019 απόφαση, η Ολομέλεια με οριακή ομολογουμένως πλειοψηφία δεκατριών ψήφων έναντι δώδεκα, αποφάνθηκε, ότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να προβεί σε νέο υπολογισμό των κύριων συντάξεων αφού μάλιστα δεν προκύπτει, ότι ο νομοθέτης εισάγοντας το νέο σύστημα, δεν έλαβε υπόψη του τις προηγηθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό το Συμβούλιο της Επικρατείας έκλεισε τον κύκλο χιλιάδων προσφυγών, με τις οποίες συνταξιούχοι όλων των ασφαλιστικών φορέων, διεκδικούν τις διαφορές, που προκύπτουν στις καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις τους από τον Μαϊο 2016 μέχρι και σήμερα, με την μορφή προσωπικής διαφοράς. Ανοιχτό, βεβαίως, παραμένει ακόμα το θέμα της διεκδίκησης των αναδρομικών για το διάστημα από τον Ιούνιο 2015 μέχρι και τον Μαϊου 2016, όταν η Κυβέρνηση, παρά την έκδοση των προηγούμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκριναν αντισυνταγματικούς τους νόμου 4051/2012 και 4093/2012 συνέχισε να καταβάλει μειωμένες συντάξεις. Πρέπει τέλος, να σημειωθεί, ότι αντισυνταγματικά κρίθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς θεωρήθηκαν εξαιρετικά χαμηλά, στοιχείο, το οποίο αναμένεται να επιφέρει αυξήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις.

Αναφορικά με τις επικουρικές συντάξεις, με την υπ' αρ. 1889/2019 απόφαση, έγινε δεκτή η ασκηθείσα εκ μέρους μου για λογαριασμό της ΑΔΕΔΥ προσφυγή, με την οποία επικαλούμασταν, ότι οι διατάξεις του ν. 4387/2016 με τις οποίες επήλθε μείωση των καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων είναι αντισυνταγματικές. Βασικός ισχυρισμός μας στην εν λόγω υπόθεση, που υιοθετήθηκε πλήρως από το Δικαστήριο ήταν, ότι πριν την θέσπιση του ΕΤΕΑΕΠ, δεν είχε προηγηθεί επιστημονικά εμπεριστατωμένη αναλογιστική μελέτη, μέσω της οποίας να τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα θέσπισης των εισαγόμενων ρυθμίσεων. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το γεγονός, ότι το Συμβούλιο επανέλαβε τον συνταγματικό κανόνα, ότι το Κράτος οφείλει να εγγυάται την καταβολή όχι μόνο κύριων αλλά και επικουρικών συντάξεων. Την ίδια στιγμή, βεβαίως, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το δημοσιονομικό κόστος, που συνεπάγεται η περί αντισυνταγματικότητας κρίση του, οριοθέτησε το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης του από την έκδοση αυτής και για το μέλλον. Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο έκλεισε επί της ουσίας τον δρόμο σε νέες διεκδικήσεις για όσους εκ των συνταξιούχων δεν είχαν ήδη πριν την δημοσίευση της απόφασης ασκήσει αγωγή, ζητώντας την καταβολή των οφειλόμενων αναδρομικών, από τις περικοπές στις επικουρικές τους συντάξεις. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Κυβέρνηση καλείται άμεσα να νομοθετήσει αναφορικά με τις επικουρικές συντάξεις, λαμβάνοντας ομοίως υπόψη της, ότι το Συμβούλιο έκρινε αντισυνταγματικό και το πλαφόν των 1300 ευρώ στο άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης, στοιχείο, που δικαιώνει ομοίως δεκάδες συνταξιούχους, που είχαν προσφύγει δικαστικά.

Στο ζήτημα των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, το Συμβούλιο δέχτηκε, ότι το σύστημα καθορισμού εισφορών με βάση το εισόδημα, είναι αντισυνταγματικό, βάζοντας βεβαίως για μία ακόμα φορά φρένο σε όσες δικαστικές διεκδικήσεις δεν είχαν ήδη ασκηθεί πριν την έκδοση της απόφασης, αφού και οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν αντισυνταγματικές με περιορισμένη αναδρομικότητα. Εκτενής αναφορά γίνεται τέλος, στην ένταξη των δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ, η οποία κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, αφού ο νομοθέτης δεν κωλύεται να διαμορφώσει ένα κοινό ασφαλιστικό σύστημα για όλους τους ασφαλισμένους όλης της Χώρας.

Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό μίας προσπάθειας αρκετών ετών για την αποκατάσταση του ύψους των συντάξεων, σε επίπεδα, που να διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του ασφαλιστικούς συστήματος και παράλληλα την βιωσιμότητα των ιδίων των συνταξιούχων, πρέπει να ομολογήσει κανείς, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, έκανε μερικά βήματα μπροστά και αρκετά βήματα πίσω. Το πλέον απογοητευτικό ίσως στις αποφάσεις αυτές είναι το γεγονός, ότι το Δικαστήριο με μία επιχειρηματολογία, που κατά την ταπεινή μου άποψη δεν είναι απολύτως πειστική, ανήρεσε την προηγούμενη νομολογία του για τις κύριες συντάξεις, προτάσσοντας την βιωσιμότητα του συστήματος έναντι της ανάγκης διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των συνταξιούχων.

Την ίδια στιγμή, η κρίση περί μερικής αντισυνταγματικότητας του νόμου δικαιώνει πολλές από τις διατυπωθείσες επί σειρά ετών πάγιες θέσεις μας, αναδεικνύοντας την ανάγκη μίας νέας ασφαλιστικής παρέμβασης, που θα επιλύσει τις στρεβλώσεις και θα ανοίξει το δρόμο για ένα ασφαλιστικό σύστημα, που γνώμονα του θα έχει τον ασφαλισμένο και τον συνταξιούχο και όχι την γενική και στερούμενη ουσιαστικής σημασίας, ανάγκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.

Ένα είναι βέβαιο: οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελούν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν ουσιαστικό και ειλικρινή δημόσιο διάλογο και για μια ακόμα πιο ουσιαστική και έντιμη μεταρρύθμιση, την οποία έχει ανάγκη το ασφαλιστικό σύστημα στην χώρα μας.

Δημοσιεύτηκε στην σελίδα FPRESS

Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων και τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού

Στην αυγή του 2019 βρισκόμαστε ξανά ενώπιον νέων ζητημάτων, που αφορούν εκατομμύρια συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων, καθώς από 1-1-2019 θα εφαρμοστεί ο επανυπολογισμός των συντάξεων βάσει των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου. Και ενώ είναι αληθές, ότι οι συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν τις ίδιες συντάξεις, που ελάμβαναν μέχρι και τον Δεκέμβριο 2018 ενώ την ίδια στιγμή στα φύλλα συντάξεων τους, θα παύσουν πλέον να βλέπουν οποιαδήποτε περικοπή, στην πραγματικότητα, θα ήταν καλό να μην σπεύσουν κάποιοι να πανηγυρίσουν ότι οι συντάξεις δεν υπέστησαν περικοπές, αφού το αληθές είναι, ότι οι συντάξεις δεν υπέστησαν νέες περικοπές, μολαταύτα, συνέχισαν να υφίστανται τις ήδη θεσπισθείσες το έτος 2012 περικοπές, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ας πάρουμε, ωστόσο, τα πράγματα από την αρχή: τον Ιούνιο του 2015 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων της έκρινε, ότι οι περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων, που έλαβαν χώρα βάσει των ν. 4051/2012 και 4093/2012 ήταν αντίθετες προς το Σύνταγμα. Αντίστοιχα, με απόφαση του το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε αντισυνταγματική την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων. Άμεση και φυσική συνέπεια μίας τέτοιας κρίσης περί αντισυνταγματικότητας ήταν η υποχρέωση του Δημοσίου να προβεί σε αποκατάσταση των συντάξεων στο ύψος, που θα έπρεπε να καταβάλλονται αφαιρουμένων των αντισυνταγματικών περικοπών. Συμμόρφωση στις αποφάσεις αυτές δεν υπήρξε. Αντίθετα, παρά τα όσα είχαν κριθεί, οι συντάξεις συνέχισαν να καταβάλλονται μέχρι και την 31-12-2018 περικομμένες βάσει των αντισυνταγματικών διατάξεων.

Και εδώ πλέον αρχίζουν τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, οι συντάξεις αποτελούνται πλέον από τρία μέρη: την βασική [εθνική] σύνταξη, την αναλογική σύνταξη και την προσωπική διαφορά, που υπολογίζεται βάσει της καταβαλλόμενης σύνταξης στις 31-12-2014. Το ποσό της προσωπικής διαφοράς εξάγεται από την σύγκριση ανάμεσα στο ποσό, που καταβάλλονταν στις 31-12-2014 και το ποσό συντάξεως, που εξάγεται κατόπιν του νέου υπολογισμού αυτής.

Και βέβαια, μέσω της ρήτρας αυτής, δεν επέρχεται μείωση της συντάξεως, αφού ο συνταξιούχος λαμβάνει, μετά τον επανυπολογισμό όσα χρήματα ελάμβανε και πριν από αυτόν. Το μυστικό, ωστόσο, κρύβεται στην προσωπική διαφορά, αφού εάν υφίστατο συμμόρφωση προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων με την κατάργηση των αντισυνταγματικών περικοπών, τότε η προσωπική διαφορά, που θα ελάμβανε κάθε συνταξιούχος θα ήταν εμφανώς μεγαλύτερη από την προσωπική διαφορά, που του καταβάλλεται μετά τον επανυπολογισμό των συντάξεων. Και τούτο διότι η σύνταξη θα έπρεπε κατ' εφαρμογή των αποφάσεων των δικαστηρίων να έχει πρώτα αυξηθεί μέσω της κατάργησης των αντισυνταγματικών περικοπών και εν συνεχεία να επανυπολογιστεί στην νέα της αυξημένη πλέον με τον τρόπο αυτό μορφή. Μόνο με τον τρόπο αυτό ο επανυπολογισμός θα οδηγούσε σε ένα συνταγματικό αποτέλεσμα ενώ πρακτικά με τον τρόπο αυτό θα επέρχονταν αύξηση του ποσού της προσωπικής διαφοράς, που διατηρείται μέσω του επανυπολογισμού.

Η πρακτική, ωστόσο, που εφαρμόστηκε και στην περίπτωση του νόμου Κατρούγκαλου, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, είναι αυτή της εξαφάνισης του ουσιαστικού ωφέλιμου αποτελέσματος των δικαστικών αποφάσεων, με την εισαγωγή ενός νέου τρόπου υπολογισμού και την ενσωμάτων των περικοπών, που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές, σε καλυμμένη πλέον μορφή. Έτσι δεν εισάγονται μεν νέες μειώσεις συντάξεων αλλά στην πραγματικότητα νομιμοποιούνται μειώσεις, που έχουν λάβει χώρα από το έτος 2012 και μάλιστα, μειώσεις, που έχουν κριθεί αντίθετες προς το Σύνταγμα.

Αυτό είναι και το βασικό ερώτημα, που καλείται να απαντήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην απόφαση, που αναμένουμε αναφορικά με τον νόμου Κατρούγκαλου: μπορεί ο νομοθέτης εισάγοντας έναν νέο τρόπο υπολογισμού να ενσωματώνει περικοπές, που έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές; Μπορεί ο νομοθέτης με τον τρόπο αυτό να μην εφαρμόζει δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα των ανωτάτων Δικαστηρίων; Και εάν ναι, ποια είναι η ουσιαστική αντίδραση της Δικαιοσύνης σε μία τέτοιου είδους φαλκίδευση;

Πολλές διαρροές, έχουν δει το φως της δημοσιότητας αναφορικά με την επικείμενη κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε μία εποχή μάλιστα, που η Δικαιοσύνη κατηγορείται ευθέως από μερικούς, ότι ασκεί οικονομική πολιτική, διαταράσσοντας την πολιτική της Κυβέρνησης.

Φοβάμαι, ότι στην Χώρα αυτή, έχουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα με τον τρόπο, που αντιμετωπίζουμε τους θεσμούς. Και εξηγούμαι: Σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία, δουλειά της Κυβέρνησης είναι να ασκεί την οικονομική πολιτική και δουλειά της Δικαιοσύνης είναι να κρίνει εάν η οικονομική πολιτική, που ασκείται από την Κυβέρνηση είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση είναι εξόχως προβληματική και διαταράσσει αφενός την διάκριση των εξουσιών και αφετέρου την αναγκαία για την οργάνωση της Κοινωνίας εμπιστοσύνη του πολίτη στα όργανα απονομής δικαίου.

Όπως εξόχως προβληματική, με βάση τα ανωτέρω δεδομένα θα ήταν και μία ενδεχόμενη κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί συνταγματικότητας του Νόμου Κατρούγκαλου, αφού μια τέτοια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα συνεπάγονταν την αναγνώριση, ότι ο Έλληνας Νομοθέτη [του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος] δικαιούται μέσω διατάξεων νόμου, να καταργεί δικαστικές αποφάσεις και να εμμένει στην εφαρμογή αντισυνταγματικών διατάξεων.

Και πάνω απ' όλα θα συνεπάγονταν μια έμμεση αλλά εκκωφαντικά ηχηρή αναγνώριση, ότι η Δικαιοσύνη σε αυτήν την χώρα αδυνατεί να προστατεύσει το κύρος των αποφάσεων της άρα και τους ίδιους τους Πολίτες, που προσβλέπουν σε αυτήν. Και εάν οι πολίτες χάσουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς, τι πραγματικά πλέον διαχωρίζει μία πολιτισμένη κοινωνία από μία ζούγκλα, όπου ο ισχυρότερος κατασπαράζει τον πιο αδύναμο;

Πρωτίστως, λοιπόν, γι' αυτούς τους κορυφαίους θεσμικούς λόγους και δευτερευόντως για την σημασία, που έχει η απόφαση του ΣτΕ στην αποκατάσταση των αποδοχών των συνταξιούχων, ανήκω σε αυτούς, που πιστεύω, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα σταθεί στο ύψος του για μία ακόμα φορά και έτσι θα διαγνώσει την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου, όσον αφορά στον επανυπολογισμό των συντάξεων, διασώζοντας το κύρος του και βάζοντας ουσιαστικούς φραγμούς στη νομοθετική εξουσία.

Δημοσιεύτηκε στην σελίδα FPRESS 

Πώς θα διαγράψετε "αμφισβητούμενες" οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία


Με τις διατάξεις του αρ. 3 του ν.4554/2018 προβλέφθηκε η δυνατότητα διαγραφής και απαλλαγής από επιβληθέντα πρόσθετα τέλη, τόκους, προσαυξήσεις και επιβαρύνσεις, βεβαιωμένων και μη οφειλών προς πρώην φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Δημόσιο, οι οποίες δημιουργήθηκαν λόγω εύλογης αμφιβολίας ως προς την υποχρέωση υπαγωγής ή μη στην παράλληλη ασφάλιση δύο ή περισσότερων πρώην φορέων κοινωνικής ασφάλισης ή του Δημοσίου για το χρονικό διάστημα μέχρι τις 31-12-2016.

Στην παράγραφο 2 της ίδιας ως άνω διάταξης προβλέφθηκε ο τρόπος απόδειξης της εύλογης αμφιβολίας, βάσει των κάτωθι κριτηρίων και δη

[α] με την ύπαρξη δικαστικής απόφασης υπέρ του ασφαλισμένου οφειλέτη,

[β] με την ύπαρξη αντίθετων δικαστικών αποφάσεων επί του ιδίου δυσχερώς ερμηνευόμενου νομικού θέματος,

[γ] με την προηγούμενη μακρόχρονη πρακτική της διοίκησης συνεπεία της οποίας είχε δημιουργηθεί στα υπόχρεα πρόσωπα η πεποίθηση περί μη υπαγωγής στην ασφάλιση,

[δ] με την ύπαρξη διαφορετικών οδηγιών επί του ιδίου θέματος από τη διοίκηση, και

[ε] με την πλήρη ασφάλιση από μισθωτή ή μη μισθωτή απασχόληση κατά την ίδια χρονική περίοδο, για την οποία έχουν καταλογιστεί εισφορές από φορέα ασφάλισης μισθωτών ή μη μισθωτών.

Και ενώ η ως άνω διάταξη είχε ψηφιστεί από τον Ιούλιο 2018 εκκρεμούσε η έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων, αφού η παρ. 3 του ιδίου άρθρου προέβλεπε, ότι για την επίλυση των ως άνω αμφισβητήσεων για κάθε εξεταζόμενη κατηγορία εκδίδεται Υπουργική Απόφαση, ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εξαίρεσης από την υποχρεωτική ασφάλιση των εξεταζόμενων ασφαλιστικών περιπτώσεων και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα.

Οι πρώτες Υπουργικές αποφάσεις εξεδόθηκαν τον Νοέμβριο του 2018 [ΥΑ Υ.Α. Φ.Δ15/Γ/60091/1664/16-11-2018 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοιν.Ασφάλισης και Κοιν.Αλληλεγγύης, (ΦΕΚ τευχ.Β 5350/28-11-18), Υ.Α. Φ.Δ15/Α/60089/1662/16-11-2018 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοιν.Ασφάλισης και Κοιν.Αλληλεγγύης, (ΦΕΚ τευχ.Β 5350/28-11-18), Φ.Δ15/Γ/60090/1663/16-11-18 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοιν.Ασφάλισης και Κοιν.Αλληλεγγύης, (ΦΕΚ τευχ.Β 5350/28-11-18] ενώ ακολούθησε η έκδοση στις 12/12/2018 εγκυκλίου του ΕΦΚΑ, μέσω της οποίας παρασχέθηκαν οδηγίες στις υπηρεσίες για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

Βάσει των ανωτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα διαγραφής ασφαλιστικών χρεών [ασφαλιστικών εισφορών και πρόσθετων επιβαρύνσεων για την μη καταβολή αυτών] των κάτωθι κατηγοριών ασφαλισμένων:

[α] Ασφαλισμένων στον πρώην ΟΓΑ, που ασφαλίστηκαν παράλληλα στον πρώην ΟΑΕΕ, για την ίδια δραστηριότητα.

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ασφαλισμένοι του πρώην ΟΓΑ, που δραστηριοποιούνται σε περιοχές με ειδικά πληθυσμιακά και εισοδηματικά κριτήρια, και οι οποίοι για την ίδια δραστηριότητα υπήχθησαν στην υποχρεωτική ασφάλιση στον πρώην ΟΑΕΕ, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν.3050/02 (Α΄214) όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.3846/10 (Α΄66) και ισχύουν.

Αναγκαίες προϋποθέσεις για την διαγραφή οφειλών στον πρώην ΟΑΕΕ είναι:

[αα] οι ασφαλιστικές εισφορές στον πρώην ΟΑΕΕ να αφορούν το διάστημα έως 31/12/2016 και

[ββ] οι ασφαλισμένοι να έχουν παράλληλη πλήρη ασφάλιση για την ίδια δραστηριότητα στον πρώην ΟΓΑ, για το ίδιο χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η διαγραφή από τον πρώην ΟΑΕΕ. Σημειώνεται, ότι θεωρείται, ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλήρους ασφάλισης ακόμα και όταν δεν έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές για το επίμαχο χρονικό διάστημα.

[β] Δημοσιογράφων παλαιών ασφαλισμένων πρώην ΕΤΑΠ-ΜΜΕ/ΤΣΠΕΑΘ, που ασφαλίστηκαν στον πρώην ΟΑΕΕ με την ίδια ιδιότητα.

Στο πεδίο εφαρμογής της Υ.Α. εμπίπτουν οι δημοσιογράφοι, παλαιοί ασφαλισμένοι με έναρξη ασφάλισης πριν την 1/1/1993, ασφαλισμένοι του πρώην ΤΣΠΕΑΘ, που υπήχθησαν στην υποχρεωτική ασφάλιση του πρώην ΟΑΕΕ, ως δημοσιογράφοι με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών.

Για διαγραφή των οφειλών στον πρώην ΟΑΕΕ στην περίπτωση αυτή απαιτείται:

[αα] οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές στον πρώην ΟΑΕΕ να αφορούν το διάστημα έως 31/12/2016

[ββ] να υπάρχει παράλληλη πλήρης ασφάλιση, (25 ημέρες ασφάλισης), στο πρώην ΕΤΑΠ-ΜΜΜ/ΤΣΠΕΑΘ για δημοσιογραφικές υπηρεσίες, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η διαγραφή από τον πρώην ΟΑΕΕ.

Και στην περίπτωση αυτή, η προϋπόθεση της πλήρους ασφάλισης συντρέχει ακόμα και όταν δεν έχουν αποδοθεί οι ασφαλιστικές εισφορές για το επίμαχο χρονικό διάστημα, στο πρώην ΕΤΑΠ-ΜΜΕ/ ΤΣΠΕΑΘ.

[γγ] Νέοι ασφαλισμένοι με παράλληλη ασφάλιση σε δύο φορείς.

Στο πεδίο εφαρμογής της Υ.Α. εμπίπτουν οι "νέοι" ασφαλισμένοι, ήτοι όσοι ασφαλίστηκαν μετά την 1/1/1993, οι οποίοι υπήχθησαν στην υποχρεωτική ασφάλιση δεύτερου φορέα λόγω παράλληλης άσκησης δραστηριότητας.

Προκειμένου να τύχουν διαγραφής των οφειλών τους σε έναν εκ των δύο φορέων απαιτείται:

[αα] Οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές σε έναν εκ των δύο φορέων να αφορούν το διάστημα έως 31/12/2016

[ββ] να υπάρχει πλήρης ασφάλιση (25 ημέρες ασφάλισης) σε έναν εκ των δύο φορέων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η διαγραφή από τον άλλο ασφαλιστικό φορέα.

Στην κατηγορία αυτή δεν απαιτείται να έχει ασκηθεί η ίδια δραστηριότητα/απασχόληση, κατά το χρονικό διάστημα της παράλληλης ασφάλισης.

Σημειώνεται, ότι στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω αναφερόμενων Υπουργικών Αποφάσεων, εμπίπτουν ασφαλιστικές υποθέσεις οι οποίες βρίσκονται σε οποιοδήποτε στάδιο διοικητικής διαδικασίας ή ακόμη κι αν η υπαγωγή στην ασφάλιση - του φορέα στον οποίο ζητείται η διαγραφή οφειλών - έχει χωρήσει με δικαστική απόφαση.

Για τη διαγραφή των οφειλών απαιτείται υποβολή αίτησης από τους ασφαλισμένους αποκλειστικά και μόνο ηλεκτρονικά, μέσω της ιστοσελίδας www.efka.gov.gr. και της σχετικής πλατφόρμας που έχει αναρτηθεί για το σκοπό. Η αίτηση υποβάλλεται οποτεδήποτε. Μετά την υποβολή της αίτησης, εκδίδεται απόφαση διαγραφής οφειλών από την αρμόδια Υπηρεσία ΕΦΚΑ, εφόσον πληρούνται οι κατά περίπτωση προϋποθέσεις ενώ αναστέλλεται η εκτέλεση αναγκαστικών μέτρων είσπραξης εισφορών από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αίτησης έως την έκδοση της απόφασης της αρμόδιας Υπηρεσίας ΕΦΚΑ, οπότε και διαγράφεται η οφειλή. Αναστολή δεν επέρχεται σε περίπτωση προδήλως αβάσιμης ή προσχηματικής αίτησης.

Το αίτημα διαγραφής οφειλής επιφέρει διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης και στη συνέχεια διαγραφή του αντίστοιχου χρόνου ασφάλισης. Εφόσον συντρέχουν οι κατά περίπτωση προϋποθέσεις, η οφειλή διαγράφεται για το σύνολο του παράλληλου χρόνου, χωρίς δυνατότητα επιλογής μέρους αυτής. Ρητώς, τέλος προβλέπεται, ότι τυχόν καταβληθέντα ποσά ασφαλιστικών εισφορών δεν αναζητούνται ενώ λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4386/2016. Πρόσθετες επιβαρύνσεις από εκπρόθεσμη πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών για τα ανωτέρω διαστήματα για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές δεν δύναται να διαγραφούν.

Δημοσιεύτηκε στην σελίδα FPRESS 

Η αδιαφάνεια με τις προσλήψεις στο Δημόσιο στην εποχή του ΑΣΕΠ


Η αδιαφάνεια με τις προσλήψεις στο Δημόσιο στην εποχή του ΑΣΕΠ


  Η ιστορία των προσλήψεων προσωπικού στο Δημόσιο είναι παλιά και λίγο έως πολύ γνωστή σε όλους μας. Από τις αρχές του αιώνα και επί δεκαετίες, μοναδικό κριτήριο για κάθε πρόσληψη ήταν η ιδιότητα του υποψηφίου ως ενεργό μέλος του κυβερνώντος κόμματος, ενώ η εναλλαγή Κυβερνήσεων έφερνε με μαθηματική ακρίβεια την απόλυση όσων είχαν προσληφθεί προκειμένου να αντικατασταθούν με νέους υπαλλήλους, φίλα προσκείμενους προς την νέα Κυβέρνηση.

Αυτός εξάλλου, ήταν και ο λόγος, που οδήγησε στην συνταγματική καθιέρωση του θεσμού της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Η αδιαφάνεια, ωστόσο, στις προσλήψεις δεν σταμάτησε με την κατοχύρωση της μονιμότητας. Αντιθέτως, συνέχισε να ταλανίζει την δημόσια διοίκηση, η οποία αντί να στελεχώνεται από ικανό προσωπικό, στελεχώνονταν από προσωπικό, ικανό να εξυπηρετήσει τα εκάστοτε κομματικά συμφέροντα.

Το έτος 1994, σε μία κορυφαία στιγμή αυτοκριτικής του πολιτικού μας συστήματος, θεσπίστηκε ο νόμος 2190/1994, με τον οποίο δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το ΑΣΕΠ, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή και προβλέφθηκαν ενιαία κριτήρια και διαδικασίες για την πρόσληψη προσωπικού στο Δημόσιο και τον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Ήταν δε τόση η ζέση του νομοθέτη να περιορίσει τις ρουσφετολογικές προσλήψεις, που στον νόμο προβλέφθηκε, ότι ακόμα και για απασχόληση προσωπικού για την κάλυψη εποχικών ή έκτακτων αναγκών, εφαρμόζονται αντικειμενικά μετρήσιμα κριτήρια. Εξάλλου, σκοπός του νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται σε όλα τα συνοδευτικά κείμενα του νόμου και όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί σε όλους τους δυνατούς τόνους και ύφη ήταν η διασφάλιση της αξιοκρατίας στην Δημόσια Διοίκηση, ο ενιαίος προγραμματισμός προσλήψεων προσωπικού και τελικώς η αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών.

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, εάν οι στόχοι του νομοθέτη επιτεύχθηκαν μέσα στα 24 έτη εφαρμογής του ν.2190/1994, χωρίς τούτο να αποτελεί κατ' ανάγκη μομφή προς το ίδιο το ΑΣΕΠ, το οποίο εξάλλου λειτουργεί υποχρεωτικά εντός των ορίων και με βάση τους κανόνες, που καθορίζει κάθε φορά ο ίδιος ο νομοθέτης. Και ο νομοθέτης, παρά το γεγονός, ότι το έτος 1994 ευαγγελίστηκε την διαφάνεια και την αξιοκρατία μέσω ενός ενιαίου συστήματος προσλήψεων, από την επόμενη κιόλας ημέρα, επιδόθηκε συστηματικά στην εισαγωγή εξαιρέσεων στις κατά τα άλλα ενιαίες διαδικασίες και στα κριτήρια, που ανάγονταν ως κομβικά κάθε φορά για την κατάταξη των υποψηφίων.

Γιατί για να είμαστε ειλικρινής, όταν ο νομοθέτης μπορεί να περιορίζει τους φορείς, στους οποίους εφαρμόζεται ο ν.2190/1994, τότε αυτονόητα μπορεί να αυξάνει την δυνατότητα προσλήψεως προσωπικού, εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ. Ομοίως, όταν ο νομοθέτης μπορεί να καθορίζει την μοριοδότηση των επιμέρους κριτηρίων, που προβλέπονται για την πρόσληψη προσωπικού μέσω διαγωνισμών ΑΣΕΠ και πάλι εμμέσως πλην σαφώς μπορεί να διευρύνει ή περιστέλλει αντίστοιχα, τον κύκλο των προσώπων, που μπορούν να προσληφθούν στο Δημόσιο. Και τέλος, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης, που επέδειξε τόσο ζήλο στην πρόσληψη προσωπικού με αντικειμενικά μετρήσιμα κριτήρια ακόμα και για ολιγόμηνες συμβάσεις, μπορεί ανενόχλητος και χωρίς καμία συνέπεια να επιτρέπει την πρόσληψη δεκάδων χιλιάδων εργαζόμενων με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου και εν συνεχεία μετατρέπει τις συμβάσεις αυτές σε αορίστου χρόνου, τότε στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να καταλάβει, ότι ο ίδιος ο νομοθέτης ναρκοθετεί τα θεμέλια του οικοδομήματος, που ισχυρίζεται, ότι έστησε.

Και για να είμαι σαφής και να μην παρεξηγηθώ: δεν υπήρξα ποτέ νομικά αλλά και ηθικά αντίθετη στην τακτοποίηση μέσω νομοθετικών διατάξεων εργαζόμενων, που απασχολούνται επί σειρά ετών με συμβάσεις και τούτο πρωτίστως διότι οι εργαζόμενοι αυτοί είναι τα θύματα των νομοθετικών επιλογών και όχι οι θύτες. Κανείς, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν μπορεί να καταλογίσει στους ανθρώπους αυτούς, την ευθύνη, ότι η πολιτική εξουσία αντί να προγραμματίζει και να οργανώνει τις προσλήψεις προσωπικού στην δημόσια διοίκηση με γνώμονα την καλύτερη οργάνωση και στελέχωση των υπηρεσιών, αναζητούσε διαρκώς τρόπους για να παρακάμψει τους κανόνες, που η ίδια έθεσε. Και ούτε βεβαίως μπορώ να δεχτώ ή να πιστέψω, ότι η διαδικασία παραγωγής νέων γενεών συμβασιούχων, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, δεν θα μπορούσε να σταματήσει οριστικά με την τακτοποίηση του εν λόγω προσωπικού και το Δημόσιο δεν θα μπορούσε να προβαίνει σε προσλήψεις υπαλλήλων συστηματικά και οργανωμένα, με γνώμονα τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης. Τούτο, ωστόσο, θα απαιτούσε από την εκάστοτε πολιτική εξουσία να παύσει να αντιμετωπίζει την ομηρία των συμβασιούχων στην βάση μίας καθαρά ψηφοθηρικής προσέγγισης, πράγμα, που από ότι φαίνεται καμία Κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να πράξει.

Ακόμα, δε και στις περιπτώσεις εκείνες, που οι θέσεις τακτικού προσωπικού προκηρύσσονται μέσω διαδικασιών ΑΣΕΠ, ο νομοθέτης κάνει και πάλι ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του, μέσω του καθορισμού της βαρύτητας και της μοριοδότησης των επιμέρους κριτηρίων πρόσληψης, σε ένα σύστημα, που στηρίζεται στην λογική του αντικειμενικού προσδιορισμού των μορίων, που συγκεντρώνει κάθε υποψήφιος, χωρίς καμία αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων, που διαθέτει. Τούτο σημαίνει, ότι ο νομοθέτης διαθέτει σημαντική ευχέρεια να καθορίζει, τα μόρια, που λαμβάνει κάθε επιμέρους τυπικό κριτήριο και να μεταβάλλει έτσι εμμέσως πλην σαφώς την σειρά κατάταξης των υποψηφίων και τελικώς όσων πρόκειται να προσληφθούν στο Δημόσιο. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί την ευκολία με την οποία θα μεταβάλλονταν η σειρά κατάταξης, εάν αυξάνονταν η μοριοδότηση της εμπειρίας ή εάν μεταβάλλονταν η βαθμολόγηση του τίτλου σπουδών ή έπαυε να μοριοδοτείται η ανεργία.

Και αυτό προκύπτει με σαφήνεια από τα κριτήρια, που μοριοδοτούνται σε κάθε κατηγορία εκπαίδευσης σύμφωνα με το άρ. 18 του ν.2190/1994, όπως ισχύει σήμερα

Έτσι, για θέσεις ΔΕ, ΠΕ και ΤΕ μοριοδοτούνται:

Α. Τίτλοι σπουδών: οι μονάδες του βαθμού του τίτλου σπουδών υπολογιζόμενες σε δεκάβαθμη κλίμακα με δύο δεκαδικά ψηφία και πολλαπλασιαζόμενες με τον αριθμό εκατόν δέκα (110). Δεύτερος τίτλος σπουδών σε αντικείμενο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο της θέσης για την κατηγορία ΠΕ και ΤΕ και της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται σύμφωνα με την προκήρυξη: εκατόν πενήντα (150) μονάδες.

Για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης προγραμμάτων ή σεμιναρίων επαγγελματικής κατάρτισης του Ο.Α.Ε.Δ. σε αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της θέσης: εβδομήντα (70) μονάδες.

Πτυχίο ή Δίπλωμα Επαγγελματικής Ειδικότητας, Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, επιπέδου 5 που χορηγείται στους αποφοίτους του «Μεταλυκειακού έτους - Τάξης Μαθητείας» ή στους αποφοίτους Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) ύστερα από πιστοποίηση από τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.) ή δίπλωμα επαγγελματικής εκπαίδευσης επιπέδου 5 που χορηγείται στους αποφοίτους των Κέντρων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης των Α.Ε.Ι. ή δεύτερος τίτλος σπουδών, σε αντικείμενο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο της θέσης για την κατηγορία ΔΕ, της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται σύμφωνα με την προκήρυξη: εκατόν πενήντα (150) μονάδες.

Μόνο για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ:

α. Διδακτορικό δίπλωμα στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης : τετρακόσιες (400) μονάδες

β. Διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικείμενο : διακόσιες (200) μονάδες

γ. Μεταπτυχιακός τίτλος ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης : διακόσιες (200) μονάδες

δ. Μεταπτυχιακός τίτλος ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης σε άλλο γνωστικό αντικείμενο : εκατό (100) μονάδες.

Αν ο υποψήφιος κατέχει δεύτερο μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών, μοριοδοτείται επιπλέον κατά τριάντα τοις εκατό (30%) των μορίων που προβλέπονται για τον αντίστοιχο πρώτο τίτλο.

Β. Εμπειρία στο αντικείμενο της θέσης

Επτά (7) μονάδες ανά μήνα και για συνολική εμπειρία μέχρι ογδόντα τέσσερις (84) μήνες. Ως εμπειρία νοείται η απασχόληση με σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα ή άσκηση επαγγέλματος σε καθήκοντα ή έργα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο του τίτλου σπουδών ή με το αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης, μετά την απόκτηση του βασικού τίτλου σπουδών με τον οποίο ο υποψήφιος μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία και ως προς τις περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, μετά τη λήψη της άδειας.

Γ. Γνώση ξένης γλώσσας α) Για άριστη γνώση: εβδομήντα (70) μονάδες, β) για πολύ καλή γνώση: πενήντα (50) μονάδες, γ) για καλή γνώ ση: τριάντα (30) μονάδες, δ) για μέτρια γνώση (μόνο όταν αυτή απαιτείται από την προκήρυξη): δέκα (10) μονάδες. Για τον υποψήφιο που γνωρίζει περισσότερες ξένες γλώσσες, η βαθμολογία είναι αθροιστική.

Δ. Εντοπιότητα

Σε κάθε περίπτωση προτάσσονται των λοιπών υποψηφίων, ανεξάρτητα από το σύνολο των μονάδων που συγκεντρώνουν σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου αυτής, οι μόνιμοι κάτοικοι των δήμων των νομών ή των νησιών ή των παραμεθορίων περιοχών, καθώς και δήμων με πληθυσμό μικρότερο των 10.000 κατοίκων, εφόσον όλοι οι ανωτέρω επιθυμούν το διορισμό τους σε θέσεις υπηρεσιών στον αντίστοιχο νομό ή νησί ή παραμεθόριο περιοχή ή δήμο και δεσμεύονται να υπηρετήσουν σε αυτή επί μία τουλάχιστον δεκαετία. Σε κάθε περίπτωση προτάσσονται των λοιπών υποψηφίων ανεξάρτητα από το σύνολο των μονάδων που συγκεντρώνουν σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου αυτής οι δημότες που είναι και μόνιμοι κάτοικοι των δήμων ή κοινοτήτων των νομών ή των νησιών ή των παραμεθόριων περιοχών και ακολουθούν οι δημότες των ίδιων περιοχών, εφόσον όλοι οι ανωτέρω επιθυμούν το διορισμό τους σε θέσεις υπηρεσιών στον αντίστοιχο νομό ή νησί ή παραμεθόριο περιοχή και δεσμεύονται να υπηρε τήσουν σε αυτή επί μία τουλάχιστον δεκαετία.

Για θέσεις ΥΕ μοριοδοτούνται:

α. Αριθμός τέκνων: Εκατό (100) μονάδες για καθένα από τα δύο πρώτα ανήλικα τέκνα και διακόσιες (200) μονάδες για καθένα από τα επόμενα ανήλικα τέκνα. Αν ο υπoψήφιος είναι τέκνο πολύτεκνης οικογένειας τριακόσιες (300) μονάδες. Αν ο υποψήφιος είναι τέκνο τρίτεκνης οικογένειας διακόσιες (200) μονάδες.

β. Χρόνος ανεργίας: Για κάθε εξάμηνο ανεργίας και έως οκτώ συνολικά πενήντα (50) μονάδες.

γ. Χρόνος εμπειρίας, μοριοδοτούμενος όπως και στις κατηγορίες ΔΕ, ΠΕ και ΤΕ.

δ. Ηλικία: Για ηλικία έως 24 ετών πενήντα (50) μονάδες. Για ηλικία άνω των 24 ετών έως 30 ετών εβδομήντα πέντε (75) μονάδες.

ε. Εντοπιότητα, μοριοδοτούμενη, όπως και στις κατηγορίες ΔΕ, ΠΕ και ΤΕ.

Είναι προφανές, ότι ιδιαίτερα στην κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, τα κριτήρια, που χρησιμοποιούνται για την πρόσληψη προσωπικού και ο τρόπος με τον οποίο αυτά μοριοδοτούνται αποδεικνύουν, ότι ο νομοθέτης επιδιώκει έναν πρόσθετο, άσχετο προς την λειτουργία της Δημόσιας Διοικήσεως, στόχο: την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής πρόνοιας, μέσω των διαδικασιών προσλήψεων. Και βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για τις πλέον ευαίσθητες κατηγορίες πολιτών της ή να φροντίζει για την διασφάλιση των ανέργων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι με ποιόν τρόπο η μακροχρόνια ανεργία ή η ηλικία του υποψηφίου ως κριτήρια πρόσληψης είναι συμβατά με την αρχή της αξιοκρατίας και συμβάλλουν στην βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η Δημόσια Διοίκηση είναι η ραχοκοκαλιά του κράτους, το πεδίο στο οποίο συναντώνται, συγκρούονται ή και συμπλέκονται η δημόσια εξουσία και το ιδιωτικό συμφέρον. Με την έννοια αυτή, μία σύγχρονη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, μπορεί να συμβάλλει παραγωγικά και ουσιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, μέσω της οριοθέτησης και του ελέγχου, μέσω της δημιουργίας ενός σταθερού περιβάλλοντος και μέσω της διασφάλισης των βασικών αγαθών, που έχει ανάγκη η κοινωνία. Το σύστημα προσλήψεων είναι ένα σημαντικό στοιχείο, που μπορεί να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, εάν μπορέσει να αποδεσμευτεί ποτέ από την εμμονή στην αντικειμενικότητα και όχι στην αξιοκρατία, ουσιαστική και τυπική, από την αέναη παραγωγή εργασιακών ομήρων, που μεταβιβάζονται από την μία Κυβέρνηση στην άλλη, από την ανάγκη εξυπηρέτησης διαφόρων ειδών πολιτικών μέσω των προσλήψεων εργαζομένων στο Δημόσιο. Και δυστυχώς 24 έτη μετά την εφαρμογή του θεσμού ΑΣΕΠ η αίσθηση μου είναι, ότι ακόμα υπάρχει πολύς δρόμος να γίνει, μέχρι που να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Δημοσιεύτηκε στην σελίδα FPRESS